- ενζυμοπάθεια
- ηγενικός όρος που σημαίνει νόσο η οποία οφείλεται σε απουσία ή μη λειτουργία ενός ενζύμου τού οργανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οξάλωση — η ιατρ. κληρονομική ενζυμοπάθεια τού μεταβολισμού τού οξαλικού οξέος με εναπόθεση οξαλικού ασβεστίου στο σώμα … Dictionary of Greek